πολύσκιος

πολύσκιος
-α, -ο / πολύσκιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ-σκιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύσκιος — very shady masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύσκιος, -ια, -ιο — βαθύσκιος, σκιερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύσκιον — πολύσκιος very shady masc/fem acc sg πολύσκιος very shady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσκίοις — πολύσκιος very shady masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύσκια — πολύσκιος very shady neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”